- ψαιδρά
- Α(κατά τον Ησύχ.) «ἀραιότριχα».[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ψαι- τού ψαίω*, κατά τα φαι-δ-ρός, ψυδ-ρός, αδ-ρός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψεδνός — ή, όν, Α 1. αραιός ή λίγος («ψεδναὶ χαῑται», Ανθ. Παλ.) 2. (για πρόσ.) φαλακρός 3. (για γη) γυμνός, άδενδρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Επίθ. σχηματισμένο με επίθημα δνός (πρβλ. γοε δνός, κε δνός, μακε δνός), άγνωστης ετυμολ. Η προσπάθεια ορισμένων, με βάση τη… … Dictionary of Greek